- γλυκοχάρα(γ)μα(i)
- το 1) рассвет;2) перен. заря, зарождение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοχάρα(γ)μα — το 1. η χαραυγή, ο όρθρος: Ο βοσκός έβγαζε το κοπάδι το γλυκοχάραμα. 2. μτφ., το ξεκίνημα κάποιου πράγματος: Το γλυκοχάραμα της αγάπης μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)